υγρόφοβος

υγρόφοβος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που αποφεύγει την υγρασία ή που απομακρύνεται από αυτήν
2. φρ. «υγρόφοβος οργανισμός»
βιολ. οργανισμός που δεν ανέχεται συνθήκες υγρού περιβάλλοντος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”